λογιστονόμος

λογιστονόμος
λογιστονόμος, ον,
A regulating accounts, Man.4.160.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογιστονόμος — λογιστονόμος, ον (Α) αυτός που τακτοποιεί τους λογαριασμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογιστός ή λογιστής + νόμος (< νόμος < νέμω)] …   Dictionary of Greek

  • λογιστονόμοισιν — λογιστονόμος regulating accounts masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”